- συμφυής
- -ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω]1. σύμφυτος2. έμφυτος, εγγενήςνεοελλ.φρ. «συμφυής νόσος»ιατρ. συγγενής νόσοςαρχ.1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ' ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.)2. προσαρμοσμένος από τη φύση σε κάτι («ἀκοῇ συμφυὴς ἀὴρ», Αριστοτ.)3. συνενωμένος κατά φυσικό τρόπο («δίδυμοι συνήθως ἡμῑν καὶ οἱ συμφυεῑς», λεξ. Σούδα)4. στερεός, συμπαγής5. προσκολλημένος σε κάτι («γλῶττα τῇ κάτω σιαγόνι συμφυής», Αριστοτ.)6. αυτός που αποτελεί συνεχές σώμα7. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος με κάποιον άλλον8. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ συμφυῆ και τὰ συμφυᾱτα αδιαίρετα όργανα τού σώματος.επίρρ...συμφυώς / συμφυῶς ΝΑμε φυσική συνένωσηαρχ.σύμφωνα με τη φύση.
Dictionary of Greek. 2013.